- λύρην
- λύραlyre: fem acc sg (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
λύρην — λύρα lyre fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek